Μάγια Λυμπεροπούλου: Τότε θα γίνει η κηδεία της σπουδαίας ηθοποιού

Το γνωστοποίησε ο Σπύρος Μπιμπίλας

Αρθρογράφος: Κωνσταντίνα Τσουκαλά
Κωνσταντίνα Τσουκαλά
Μάγια Λυμπεροπούλου: Τότε θα γίνει η κηδεία της σπουδαίας ηθοποιού

Θρήνος έχει ξεσπάσει στον καλλιτεχνικό χώρο με την είδηση πως έφυγε από τη ζωή, η μεγάλη κυρία του θεάτρου, Μάγια Λυμπεροπούλου, σε ηλικία 81 ετών.

Η Μάγια Λυμπεροπούλου, άφησε την τελευταία της πνοή το μεσημέρι της Πέμπτης, μετά από έμφραγμα που υπέστη.

Πρόκειται για ένα ακόμα μεγάλο χτύπημα στον καλλιτεχνικό χώρο, μετά και από τον θάνατο του Γιώργου Μεσσάλα, του οποίου η κηδεία τελέστηκε πριν μερικές μέρες.

Ο Σπύρος Μπιμπίλας, μέσω μιας ανάρτησης του στο Facebook, αποκάλυψε πως η επιθυμία της Μάγιας Λυμπεροπούλου ήταν η σορός της να αποτεφρωθεί. Αναφορικά με την κηδεία της, θα είναι πολιτική και θα τελεστεί το πρωί της Δευτέρας.

«Η πολιτική κηδεία της αγαπημένης μας Μάγιας Λυμπεροπούλου θα τελεστεί στο πρώτο κοιμητήριο της Αθήνας την Δευτέρα στις 11 το πρωί και η αποτέφρωση της, σύμφωνα με την επιθυμία της, στις 3 στην Ριτσώνα... Καλό ταξίδι μεγάλη μας θεατρίνα.. Σε ευχαριστούμε για όλα όσα μας προσέφερες...» έγραψε χαρακτηριστικά ο Σπύρος Μπιμπίλας.

Μάγια Λυμπεροπούλου τότε θα γίνει η κηδεία της σπουδαίας ηθοποιού

Ποια ήταν η Μάγια Λυμπεροπούλου

Η Μάγια Λυμπεροπούλου γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα σπούδασε υποκριτική στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Μετά την αποφοίτησή της παρέμεινε στο πλευρό του Κουν ως καλλιτεχνική συνεργάτιδά του μέχρι το 1970. Από το 1971 και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διέμεινε στην Γαλλία, όπου σπούδασε κινηματογράφο και εργάστηκε ως ηθοποιός.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέχισε την καλλιτεχνική της πορεία συνεργαζόμενη με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας κ.α ενώ είχε διατελέσει και καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας και άλλους θιάσους αναλαμβάνοντας μεγάλους και απαιτητικούς θεατρικούς ρόλους τους οποίους ενσάρκωσε με συγκλονιστικό τρόπο.

Είχε συμμετάσχει μεταξύ άλλων στις παραστάσεις «Ο θείος Βάνιας», «Οι δούλες», «Ιλιάδα», «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πάθος», «Φάουστ», «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» κ.α.

Δεν την ένοιαζε να ακούσει φεύγοντας από το θέατρο «πόσο σπουδαία ήταν η Μάγια Λυμπεροπούλου», προτιμούσε να ακούσει πόσο σπουδαία ήταν η ηθοποιός που έπαιξε τον τάδε ρόλο. Την ενδιέφερε αυτή η απόλυτη ταύτιση, το επώνυμό της δεν ήταν το ζητούμενο εδώ. Για αυτό έχει πει ότι για αυτήν το Οσκαρ που θέλει είναι να έχει μείνει στη μνήμη έστω ενός ανθρώπου για έναν ρόλο της. Ξαφνικά, χιλιάδες νοητά Οσκαρ τη δαφνοστεφανώνουν.

Μετά την πρώτη εμφάνιση στο σανίδι, δούλεψε αδιάκοπα για 12 ολόκληρα χρόνια. Ερμήνευσε 40 εμβληματικούς ρόλους. Και ξαφνικά αποφάσισε να σταματήσει. Να αποσυρθεί. Πήγε να ζήσει στο Παρίσι, όπου εργαζόταν στην Ολυμπιακή, στις πωλήσεις εισιτηρίων, και κάθε βράδυ έβλεπε συγκλονιστικό θέατρο. Μια απόφαση για την οποία ούτε στιγμή δεν μετάνιωσε. Ελεγε ότι ξαφνικά, στα 30 της χρόνια, ένιωσε σαν να είναι μέσα σε ένα τρένο που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, περνάει από συγκλονιστικά τοπία, αλλά η ίδια δεν προλαβαίνει να τα δει.

Εξι χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα για να διδάξει στο Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο, κατόπιν πρόσκλησης του Λεωνίδα Τριβιζά. Από την πρώτη στιγμή, από τα πρώτα μαθήματα το ένιωσε: πρέπει να επιστρέψει στη σκηνή. Οχι μόνον ως ηθοποιός, αλλά και ως σκηνοθέτης, με το διπολικό σύνδρομο να την καταδιώκει: όταν έπαιζε, αναρωτιόταν γιατί το κάνει, τα πρώτα λεπτά -η ταραχή δεν έφευγε ποτέ, όπως τότε που στα παρασκήνια, στην κουίντα, περίμενε να έρθει η ώρα της να βγει και ο Κουν την κρατούσε από τους ώμους για να τη γειώσει, να τη βάλει στη συνθήκη του σανιδιού. Και όταν σκηνοθετούσε, κοιτούσε πίσω από την κουίντα και αναρωτιόταν γιατί δεν παίζει και αυτή στη σκηνή.